- μετωπιαίας
- μετωπιαίᾱς , μετωπιαῖοςonfem acc plμετωπιαίᾱς , μετωπιαῖοςonfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λάρυγγας — Κοίλο σωληνοειδές όργανο. Στα θηλαστικά παρεμβάλλεται μεταξύ φάρυγγα και τραχείας και, μεταξύ άλλων, είναι υπεύθυνο για την παραγωγή της φωνής. Ο λ. έχει σκελετό που αποτελείται από εννέα χόνδρους: ο μεγαλύτερος είναι ο θυρεοειδής χόνδρος, που… … Dictionary of Greek
μετωπισμός — ο ανθρωπολ. μερική ή πλήρης διατήρηση τής μετωπιαίας ραφής μεταξύ τών δύο μετωπικών οστών τού κρανίου και μετά το 2ο έτος τής ηλικίας … Dictionary of Greek